διατοιχίζω

διατοιχίζω
[τοιχίζω]
1. χωρίζω έναν χώρο από έναν άλλο με τοίχο
2. μέσ. διατοιχίζομαι
διατοιχώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διατοιχίζω — διατοίχισα, διατοιχίστηκα, διατοιχισμένος, χωρίζω κάποιο χώρο χτίζοντας τοίχο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διατοίχισμα — το [διατοιχίζω] ενδιάμεσος τοίχος, χώρισμα με τοίχο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”